Œil - ορισμός. Τι είναι το Œil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Œil - ορισμός


Œil         
Lœil (pl. yeux) est l'organe de la vision, sens qui permet à un être vivant de capter la lumière pour ensuite l'analyser et interagir avec son environnement.
Œil brun, œil bleu         
Œil brun, œil bleuC'est un titre mis en valeur par le Bureau international de l'édition française. Voir sa fiche sur BIEFUn article dans Bo Doï le journal de référence en bande dessinée.
Œil pour œil (film, 1983)         
Œil pour œil () est un film d'action américain de Steve Carver sorti en 1983. Ayant pour acteur principal Chuck Norris, mélange western et film policier.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Œil
1. Toutefois, un œil avisé saura bien décevoir les non avertis.
2. " Et dajouter ÷ " Ne voyez pas ça dun mauvais œil.
3. Et on peut aussi considérer son cas avec un œil moins clinique.
4. Ma mère Jeanine Mayer, 8' ans, bon pied bon œil, est présidente du conseil.
5. Il suffit de jeter un œil sur les photographies d‘époque et celles d‘aujourd‘hui, conformisées.